Λήδαν

Λήδαν
Λήδᾱν , Λήδη
fem acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νυμφεύω — (ΑΜ νυμφεύω) [νύμφη] 1. δίνω κάποιον σε γάμο, παντρεύω ή μνηστεύω κάποιον 2. μέσ. νυμφεύομαι (για άνδρα ή γυναίκα) έρχομαι σε γάμο με κάποιον, παντρεύομαι νεοελλ. (για ιερέα, για δήμαρχο ή κοινοτάρχη) ενώνω ένα ζευγάρι με γάμο αρχ. 1. μέσ. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”